- ὑπεξαναβάς
- ὑπεξαναβά̱ς , ὑπεξαναβαίνωstep suddenly backaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεξαναβαίνω — Α 1. υποχωρώ αιφνίδια («φάσγανον ὀξὺ φέροντος ὑπεξαναβὰς ποδὶ Κάστωρ σκαιῷ», Θεόκρ.) 2. ανεβαίνω σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαναβαίνω «ανεβαίνω σε κάποιον τόπο»] … Dictionary of Greek